- ευδαιμόνισμα
- εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) [ευδαιμονίζω]1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία2. τα συγχαρητήρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδαιμόνισμα — that which is thought to be a happiness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)